17/12/2009
Η «Δράση για μια άλλη πόλη», μετά από τρία χρόνια παρουσίας στα αυτοδιοικητικά, ανιχνεύει ζητήματα τακτικής και στρατηγικής μέσα από το πρίσμα μιας αριστερής οπτικής για την τοπική αυτοδιοίκηση. Στο πλαίσιο αυτό διοργάνωσε στις 12 Νοεμβρίου στο στέκι της Δράσης εκδήλωση με θέμα «Για ποιά αυτοδιοίκηση; Ιστορική αναδρομή, εξελίξεις, κινήματα πόλης» με εισηγητές τους κ.κ. Ανδρέα Νεφελούδη, στέλεχος αυτοδιοίκησης, Γεωργία Πετράκη, επίκουρη καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Άγγελο Χάγιο, στέλεχος της Ελλ. Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης.
Η κα Πετράκη με κεντρικό ερώτημα «υπάρχει αριστερή τοπική αυτοδιοίκηση; » ξεκίνησε τη συζήτηση αναφερόμενη στη συνηθισμένη άποψη ότι οι ιδέες της αριστεράς γενικά και για την τοπική αυτοδιοίκηση είναι καλές ως θεωρία, αλλά δεν εφαρμόζονται. Κατά την εισηγήτρια η άποψη αυτή θέλει να αποκρύψει ότι οι στόχοι και οι προτεραιότητες που θέτει ένας δήμος είναι πράγματα στα οποία οι άνθρωποι δεν συμφωνούν μεταξύ τους, έχουν διαφορετικές απόψεις που δεν είναι επιστημονικές και αντικειμενικές αλλά επηρεάζονται από τη θέση τους στον κόσμο π.χ. διαφορετικά βλέπει ένας έμπορος τη μείωση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στην καθημερινότητα της πόλης και διαφορετικά μια εργαζόμενη μητέρα. Η διάκριση δεξιά/αριστερή πολιτική είναι διάκριση ως προς τους στόχους καθώς και τα μέσα για την επίτευξη τους αναφορικά με τις ανθρώπινες ανάγκες και την ικανοποίηση τους. Η πολιτική δράση και ο πολιτικός σχεδιασμός βασίζονται σε αξίες. Μια συντηρητική ή «εκσυγχρονιστική» παράταξη βλέπει πχ την ικανοποίηση ευρέων κοινωνικών αναγκών μέσω της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας ως αντίληψη για την οργάνωση της κοινωνίας. Από την άλλη η αριστερά ως πολιτικό και φιλοσοφικό ρεύμα ιδεών, ταυτίζεται με τις αξίες της κοινωνικής συμμετοχής, της κοινωνικής αλληλεγγύης, την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου και των δημόσιων αγαθών, εν γένει του περιβάλλοντος.
Αναλύοντας η κα Πετράκη αυτούς τους άξονες αναφέρθηκε στην αριστερή αυτοδιοικητική δράση, η οποία δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην απλή δημοκρατική ιδέα ότι η κοινωνική δράση των ίδιων των πολιτών και όχι οι μαγικές λύσεις των επαγγελματιών της πολιτικής και της αυτοδιοίκησης μπορούν να ανατρέψουν τα δεδομένα και να κερδίσουν νίκες. Η κοινωνική συμμετοχή εκφράζεται μέσα από την δράση των πολιτών για την ανατροπή των δεδομένων και οδηγεί στην ανάδειξη της κινηματικής λογικής ως δρόμου για την επίτευξη στόχων. Από την άλλη, η κοινωνική συμμετοχή, ο διευρυμένος δημοκρατικός έλεγχος και η λογοδοσία είναι η απάντηση στην απρόσωπη και γραφειοκρατική λειτουργία της ΤΑ καθώς και στα φαινόμενα της αδιαφάνειας, των πελατειακών σχέσεων και των διαπλεκόμενων συμφερόντων. Η «συμμετοχή» έχει παιδευτικό και οραματικό χαρακτήρα, μαθαίνει να είναι κανείς πολίτης, όπως αντίστοιχα μαθαίνει να αποκόπτεται από τα κοινά και να ιδιωτεύει. Η «μη συμμετοχή» αντίστοιχα, εκφράζει τεχνοκρατικές αντιλήψεις, ενώ μέσω του «επιχειρείν» συγκροτούνται όλες οι κοινωνικές σχέσεις. Στην Τ.Α. προβλέπονται και σήμερα κάποιοι δημοκρατικοί θεσμοί, όμως είτε αυτοί δεν υιοθετούνται (π.χ. συμμετοχικοί προϋπολογισμοί), είτε η λειτουργία τους (π.χ. δημοτικές συνελεύσεις) ακυρώνεται στα πλαίσια της κρατούσας δημαρχοκεντρικής αντίληψης.
Ένα άλλο σημαντικό πεδίο παρεμβάσεων είναι η προώθηση δημοτικών πολιτικών πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης. Η ανάπτυξη τέτοιων πολιτικών δεν είναι πάντοτε δημοφιλής, παρουσιάζονται συχνά φαινόμενα απόρριψης μεταναστών ή των θεραπευτικών κοινοτήτων σε δήμους και κοινότητες της χώρας. Συνήθως οι πολιτικές αλληλεγγύης που εφαρμόζονται εξαντλούνται στην υλοποίηση των κοινοτικών προγραμμάτων («βοήθεια στο σπίτι» κλπ), ενώ σπανιότερα επεκτείνονται στη λήψη μέτρων που ανταποκρίνονται στην ευαισθησία και την κινητοποίηση της τοπικής κοινωνίας. Επιπλέον, σ’ αυτά τα προγράμματα απασχολούνται εργαζόμενοι με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, εξαιτίας του περιοριστικού πλαισίου του ίδιου του προγράμματος, καθιστώντας έτσι τους δήμους πρωτοπόρους στην κοινωνική απορύθμιση και τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων. Ένα τρίτο πεδίο παρεμβάσεων είναι οι πολιτικές που αφορούν στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού με τη συνεπακόλουθη ανακατανομή εισοδήματος και πόρων μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων κοινωνικών ομάδων.
Σε ότι αφορά στο περιβάλλον η εισηγήτρια αναφέρθηκε στο μεταπολεμικό μοντέλο αστικής ανάπτυξης, του οποίου χαρακτηριστικά ήταν η περιορισμένη κοινωνική στεγαστική πολιτική, η υποκατάσταση της από την αυθαίρετη δόμηση και η ανοικοδόμηση κεντρικών περιοχών με μεγάλες πυκνότητες και περιορισμένους ελεύθερους χώρους μέσω της «αντιπαροχής». Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις του κτηματομεσιτικού κεφαλαίου στο δημόσιο τομέα θυσίασαν και τους τελευταίους εν δυνάμει ελεύθερους χώρους των πόλεων. Το μοντέλο αυτό δημιούργησε μια ορισμένη κοινωνική νεοελληνική συνείδηση, που χαρακτηρίζεται από την ανυπαρξία του κράτους πρόνοιας στον τομέα της πολιτικής κατοικίας, την περιορισμένη περιβαλλοντική συνείδηση του μέσου Έλληνα και την έλλειψη εμπιστοσύνης του πολίτη στον όποιο πολεοδομικό σχεδιασμό.
Έτσι, ένας βασικός άξονας της διακριτότητας της αυτοδιοικητικής κουλτούρας της αριστεράς αποτελεί η δράση γύρω από τα ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος, ο περιορισμός της κυριαρχίας του αυτοκινήτου και η ανάδειξη της οικολογικής λογικής του χώρου.
Οι δημοτικές αρχές πρέπει αταλάντευτα να υπερασπιστούν την οικολογική χρήση των όποιων διαθέσιμων χώρων και τη διατήρηση όσων κινδυνεύουν, αλλά και να προχωρήσουν σε πρωτότυπες πρωτοβουλίες, πχ καμπάνιες πρασινίσματος του Δήμου, των μπαλκονιών, των ταρατσών, των προαυλίων σχολικών χώρων.
Η κα Πετράκη υπενθύμισε ότι είμαστε η χώρα της Ευρώπης με τη μικρότερη αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο και μια κοινωνία με περιορισμένες περιβαλλοντικές ευαισθησίες. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να συνεχίσουμε να διεκδικούμε και να παλεύουμε για το αυτονόητο: Το δικαίωμα στην πόλη που διεκδικούν τα νέα αστικά κινήματα δείχνει ότι μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση της πόλης αρχίζει να ωριμάζει και αυτό πρέπει να αντιστοιχηθεί με τις δημοτικές μας πολιτικές.
Ο κ. Χάγιος ξεκίνησε με τη διαπίστωση ότι στη συνείδηση των πολιτών η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί θεσμό διεφθαρμένο, καταπονημένο και απόμακρο από τους πολίτες, ανεξαρτήτως της πολιτικής ταυτότητας κάθε Διοίκησης. Η επίδραση του κεφαλαίου (χρηματοπιστωτικού, κατασκευαστικού, κλπ) στο θέμα της διαφθοράς ως φαινομένου στη τοπική αυτοδιοίκηση είναι επίσης τεράστια τα τελευταία χρόνια. Οι δήμοι διαμορφώνονται σε «στρατηγείο» της τοπικής ανάπτυξης για τη διευκόλυνση της κίνησης του κεφαλαίου και της ανάπτυξης της κερδοφορίας του σε τοπικό επίπεδο. Όλες οι αναδιαρθρώσεις των τελευταίων χρόνων (Καποδίστριας Ι), καθώς και οι νέες που σχεδιάζονται (Καποδίστριας ΙΙ) οδηγούν στην υποβάθμιση της δημοκρατίας και της συμμετοχικότητας στη λειτουργία της ΤΑ ως λαϊκού θεσμού.
Οι δήμοι ολοκληρώνονται «κατ’ εικόνα και ομοίωση» του κεντρικού κράτους και οι οποίες ιδιαιτερότητες ελαχιστοποιούνται. Διοικητικές - διαχειριστικές αρμοδιότητες και κοινωνικές λειτουργίες του κεντρικού κράτους μεταφέρονται σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, ισχυροποιώντας έτσι τις κρατικές δομές περιφερειακά. Μεταφέρονται μάλιστα, όλο και περισσότερες εκτελεστικές αρμοδιότητες χωρίς τους αντίστοιχους πόρους, με αποτέλεσμα να επιβάλλονται πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις στους δημότες, οι οποίες είναι πλέον δυσβάστακτες για τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα
Η εικόνα της τοπικής αυτοδιοίκησης σήμερα αποτυπώνεται στα εξής:
• Στην απομάκρυνση των αποφάσεων από το πολίτη και τα κινήματα πόλης. Οι διαδικασίες λαϊκής συμμετοχής και κοινωνικού ελέγχου υποβαθμίζονται συνεχώς καθώς τα αιρετά όργανα, με την ενίσχυση του μεγέθους των Δήμων, όλο και απομακρύνονται από τη λαϊκή βάση και συνδέονται βαθύτερα και οργανικά με τις δυνάμεις της αγοράς και τους εκπροσώπους του κεφαλαίου.
• Στη συγκέντρωση της εξουσίας σε λιγότερες και πιο ελεγχόμενες διοικητικές δομές. Το κράτος ισχυροποιεί τις δομές του σε περιφερειακό επίπεδο. Η περιφέρεια εκπροσωπεί όλες τις κρατικές υποθέσεις στην περιοχή της και ασκεί την διοικητική εποπτεία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού. Διαχειρίζεται το σύνολο των εθνικών και κοινοτικών προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων που προορίζονται για όλη την περιοχή της και για το σκοπό αυτό συνδέεται άμεσα με τις επιτελικές υπηρεσίες των Υπουργείων και των Διευθύνσεων της Ε.Ε.
• Στην εμφάνιση του μεγάλου κεφαλαίου και στις συνεχείς δοσοληψίες με τις δημοτικές αρχές. Η συμμετοχή των δήμων στη διαδικασία χωροθέτησης εμπορικών, βιομηχανικών κ.α. οικονομικών δραστηριοτήτων αποκτά βαρύνουσα οικονομική και πολιτική σημασία καθώς κάθε απόφαση για χωροθέτηση μιας οικονομικής δραστηριότητας μεταφράζεται σε αλλαγή των χρήσεων γης, σε εκμετάλλευσης της γαιοπροσόδου και σε αύξηση της κερδοφορίας συγκεκριμένων τμημάτων του κεφαλαίου. Το κατασκευαστικό κεφάλαιο ειδικότερα, αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα για την εκμετάλλευση κάθε σπιθαμής ελεύθερης γης στον αστικό χώρο, με τη δημιουργία εμπορικών κέντρων κ.α. οικονομικά προσοδοφόρων δραστηριοτήτων, κερδοσκοπώντας με τον τρόπο αυτό πάνω στο δημόσιο χώρο και το φυσικό περιβάλλον, σε βάρος εν τέλει της δυνατότητας των εργαζομένων να διεκδικούν ανθρώπινες συνθήκες ζωής. Το χρηματιστικό – τραπεζικό κεφάλαιο επίσης κινείται στην κατεύθυνση αξιοποίησης των δήμων για την προώθηση της δανειοδότησης τους, της παροχής «αναπτυξιακών» δανείων και για τη δημιουργία «νέων τραπεζικών προϊόντων». Προωθούνται επίσης συνεργατικά σχήματα δήμων - τραπεζών για την «αξιοποίηση» της περιουσίας και των αποθεματικών των δήμων, των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων και άλλων μορφών «κοινωνικού κεφαλαίου».
• Στη διαχείριση των κοινοτικών προγραμμάτων. Η σχέση της ΕΕ (και του κεντρικού κράτους) με την ΤΑ δεν είναι ούτε «εξωτερική», ούτε «δευτερεύουσα». Αντίθετα αποτελεί εσωτερικό και οργανικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος στην σημερινή εποχή των ολοκληρώσεων, μοχλό της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης. Τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης με τα Επιχειρησιακά τους Προγράμματα εκφράζουν και υλοποιούν την κοινή προγραμματική και χρηματοδοτική πολιτική ΕΕ - εθνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο των πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του εθνικού προϋπολογισμού είναι ενσωματωμένο ως συγχρηματοδότηση στα Κοινοτικά Προγράμματα. Μέσα από αυτά προωθείται η «ευέλικτη και ανασφαλής εργασία», όπως για παράδειγμα τα προγράμματα stage, ή το πρόγραμμα «βοήθεια στο σπίτι», η ιδιωτικοποίηση βασικών τομέων και υπηρεσιών (για παράδειγμα, μεγάλα έργα στα οποία μπαίνει όρος για την χρηματοδότησή τους η ύπαρξη ιδιωτικών κεφαλαίων), η αμεσότερη ένταξη όλων των έργων και προγραμμάτων κοινωνικής πολιτιστικής περιβαλλοντικής σημασίας στον εθνικό και υπερεθνικό σχεδιασμό και στην υποταγή στο κριτήριο του κέρδους, μέσα από τον καθορισμό των κριτηρίων χρηματοδότησης και της «επιλεξιμότητας των δαπανών», έτσι που ο μηχανισμός των χρηματοδοτήσεων να καθορίζει απόλυτα το τι έργα θα γίνουν και όχι αντίστροφα.
• Στη τάση αύξησης της καταστολής και αύξησης της φορολογίας. Η μεταφορά όλο και περισσότερο εκτελεστικών λειτουργιών του κεντρικού κράτους στη τοπική αυτοδιοίκηση οδηγεί στην αυξανόμενη καταπιεστική λειτουργία των δήμων σε βάρος των εργαζομένων και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, με ενίσχυση της φορολογικής εξουσίας, της κατασταλτικής λειτουργίας (δημοτική αστυνομία, επιτροπές παραβατικότητας κ.α.) και των διοικητικών γραφειοκρατικών αντιλαϊκών λειτουργιών του δήμου. Όλο και περισσότερο οι δημοτικοί προϋπολογισμοί βασίζονται στην επιβολή φόρων στους εργαζόμενους, ενώ η κρατική χρηματοδότηση μειώνεται.
• Στην εφαρμογή των ελαστικών σχέσεων εργασίας. Οι Δήμοι ήταν οι πρώτοι που υπονόμευσαν τα εργασιακά δικαιώματα και έχουν ήδη μετατραπεί σε κρίκο της «απορρύθμισης» των εργασιακών σχέσεων, τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στο ευρύτερο περιβάλλον. Η σύναψη διαφόρων μορφών ελαστικών σχέσεων εργασίας στους δήμους και τις επιχειρήσεις τους είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο.
Ο ομιλητής συνέχισε με αναφορά στην ιστορική πορεία της Τ.Α. ως θεσμού. Η Τ.Α. άρχισε να διαμορφώνεται κατά την περίοδο που η αστική τάξη, συγκεντρωμένη στις μεγάλες πόλεις και έχοντας αποκτήσει οικονομική ισχύ και ηγεμονική θέση στην παραγωγική διαδικασία, δημιουργούσε νέους θεσμούς πολιτικής εξουσίας στις πόλεις, στην προοπτική συγκρότησης των εθνικών κρατών και του αστικού πολιτικού συστήματος. Στη χώρα μας οι δήμοι και οι κοινότητες άρχισαν να συγκροτούνται αμέσως μετά τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Οι δήμοι που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο της βαυαροκρατίας δεν αντιστοιχούσαν στο κοινοτικό σύστημα που είχε αναπτυχθεί επί τουρκοκρατίας, ως μηχανισμός φοροδοτικής λειτουργίας και συλλογικής έκφρασης προς την οθωμανική διοίκηση. Το σύστημα των δήμων και κοινοτήτων που τροποποιήθηκε με το πρόγραμμα «Ι. Καποδίστριας» δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στο πλαίσιο του γενικότερου στόχου της για την ενδυνάμωση του κεντρικού πολιτικού-διοικητικού μηχανισμού, του κοινοβουλευτικού συστήματος με τη λειτουργία εθνικών κομμάτων σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση των τοπικών κέντρων εξουσίας.
Κατά την περίοδο των σοσιαλιστικών εργατικών επαναστάσεων και ιδιαίτερα στη φάση ανόδου του επαναστατικού εργατικού κινήματος και διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση στη Ρωσία, δημιουργήθηκαν τα φύτρα της νέας εργατικής –λαϊκής εξουσίας με τη μορφή των εργατικών λαϊκών συμβουλίων, όχι μόνο σε επίπεδο πόλεων ή χωριών, αλλά κυρίως στους χώρους παραγωγής, στα επαναστατικά τμήματα του στρατού κλπ. Τα σοβιέτ μετά τη νίκη των επαναστάσεων αποτέλεσαν τους βασικούς θεσμούς συγκρότησης των σοσιαλιστικών εργατικών κρατών. Γι’ αυτό άλλωστε και στην πορεία εκφυλισμού της εργατικής εξουσίας, τα σοβιέτ, ως τμήμα του συνολικού κρατικού συστήματος, μετατράπηκαν από θεσμό λαϊκής εξουσίας σε μηχανισμό κυριαρχίας της νέας ελίτ σε βάρος των εργατικών δικαιωμάτων.
Στη χώρα μας θεσμοί λαϊκής εξουσίας (αυτοδιοίκησης, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης, πολιτοφυλακής) διαμορφώθηκαν μόνο κατά την περίοδο της ένοπλης λαϊκής αντίστασης κατά των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής και μάλιστα στις περιοχές που απελευθέρωνε η ένοπλη λαϊκή πάλη. Οι θεσμοί αυτοί αποτελούσαν τα φύτρα της νέας επαναστατικής εξουσίας που διεκδικούσε ο ένοπλος λαός. Η ήττα του επαναστατικού κινήματος σήμανε και την ακύρωση των κατακτήσεων αυτών. Οι θεσμοί τοπικής αυτοδιοίκησης στη μεταπολεμική περίοδο διαμορφώθηκαν «κατ’ εικόνα και ομοίωση» του κεντρικού μετεμφυλιακού κράτους.
Ο κ. Νεφελούδης επιχείρησε να ανιχνεύσει συγκεκριμένα παραδείγματα μιας εναλλακτικής παρέμβασης στην αυτοδιοίκηση. Εστίασε στην έννοια της συμμετοχής, ως μηχανισμού κατοχύρωσης της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στις τοπικές διοικήσεις, μάλιστα, όχι μόνον κατά την λήψης των αποφάσεων, αλλά και κατά την εφαρμογή τους, ιδίως όταν πρόκειται π.χ. για έργα κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή όχι για έργα συσσώρευσης κεφαλαίου. Συνδύασε την κοινωνική συμμετοχή με πολιτικές ανάπτυξης του εθελοντισμού και με τη θεσμοθέτηση της παρέμβασης των οργανωμένων τοπικών ομάδων στα τοπικά ζητήματα. Επέμενε στην έννοια μιας συμμετοχής με αποτέλεσμα, παρούσας διαρκώς σε κάθε δημοτική διαδικασία, σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα τάση για μια ψευδεπίγραφη συμμετοχή, που δεν διαφοροποιεί σε τίποτα τον τρόπο διοίκησης και την πορεία των σημερινών δήμων. Και τα θεώρησε όλα αυτά αλληλένδετα με το πρότυπο ενός Δήμου-γυάλινο σπίτι, που εφαρμόζει τους νόμους και διοικείται με απόλυτη διαφάνεια.
Ο Α. Νεφελούδης διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια από κάποιες «καθιερωμένες» αντιλήψεις των δημοτικών σχημάτων της αριστεράς που διεκδικούν για παράδειγμα, ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων για όλους τους δημότες. «Δεν υπάρχουν τζάμπα υπηρεσίες» είπε χαρακτηριστικά, και αντιπρότεινε πολιτικές αναδιανομής από τους οικονομικά ισχυρότερους δημότες, προς τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Στην αντίθετη περίπτωση τόνισε ο ομιλητής, π.χ. στο παράδειγμα των τροφείων των παιδικών σταθμών ή της δωρεάν δημοτικής συγκοινωνίας, οι ζημιές που προκύπτουν ενσωματώνονται στα δημοτικά τέλη και επιβαρύνουν όλους, ενώ ταυτόχρονα διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών.
Τέλος ο ομιλητής, επανέφερε το ζήτημα της διεκδίκησης της απλής αναλογικής και στις δημοτικές εκλογές, ως βασικής προϋπόθεσης για την αλλαγή του υπάρχοντος μοντέλου διοίκησης.
|